οπιώδης
Смотреть что такое "οπιώδης" в других словарях:
οπιώδης — ες αυτός που περιέχει όπιο («οπιώδες φάρμακο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < όπιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κ. Μαυρογιάννη] … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek