οπιώδης

οπιώδης
ης, ες см. οπιούχος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "οπιώδης" в других словарях:

  • οπιώδης — ες αυτός που περιέχει όπιο («οπιώδες φάρμακο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < όπιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κ. Μαυρογιάννη] …   Dictionary of Greek

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»